-
1 κελέβη
A cup, jar, Anacr.42, Theoc.2.2, Euph.8, Call.Fr.anon.34 ([dialect] Aeol., acc. to Clitarch. and Silen. ap. Ath.11.475c).
См. также в других словарях:
κελέβη — κελέβη, ἡ (Α) 1. ποτήρι, πλατύστομο αγγείο 2. (κατά τον Ησύχ.) «ποτηρίου εἶδος θερμηροῡ καὶ ποιμενικὸν ἀγγεῑον». [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η υπόθεση κατά την οποία είναι σημιτικής προελεύσεως και συνδέεται με εβρ. k?l?b «δοχείο» δεν φαίνεται… … Dictionary of Greek